σκαφιόλια

σκαφιόλια
σκαφιόλια,
A gloss on κυάθους, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαφιόλια — τά, Α (κατά τον Ησύχ.) μικρό αττικό μέτρο χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή τέσσερα μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 περίπου τού λίτρου, αλλ. κύαθοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”